δίπτυχο

δίπτυχο
το
1. αρχαίο σημειωματάριο που το αποτελούσαν δύο πινακίδες αλειμμένες εσωτερικά με κερί στις οποίες έγραφαν με μυτερό όργανο.
2. δελτίο στο οποίο οι κληρικοί κατά το μεσαίωνα έγραφαν τα ονόματα αυτών που ήθελαν να μνημονεύσουν στις διάφορες ιεροτελεστίες.
3. συνδεμένες πινακίδες από ελεφαντοστό ή άλλη ύλη με γλυπτές παραστάσεις σε μικρογραφία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δίπτυχο — Κάθε αντικείμενο που διπλώνεται στα δύο. Στην ελληνική αρχαιότητα τα δ. χρησίμευαν ως πρόχειρα σημειωματάρια και ήταν κατασκευασμένα από δύο ξύλινες πινακίδες (δέλτους), που ενώνονταν με κρίκους ή ταινίες για να κλείνουν και να δένονται. Στις… …   Dictionary of Greek

  • Γουίλτον, δίπτυχο του- — Ένα από τα γνωστότερα έργα τέχνης της Αγγλίας. Οφείλει την ονομασία του στο Γουίλτον Χάουζ, όπου φυλασσόταν για περισσότερα από διακόσια χρόνια. Οι ειδικοί υποθέτουν ότι το είχε παραγγείλει περίπου το 1394 ο βασιλιάς Ριχάρδος Β’, αλλά είναι… …   Dictionary of Greek

  • Ουίλτον, δίπτυχο — Βλ. λ. Γουίλτον, δίπτυχο του …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • δίθυρος — ον (AM δίθυρος, ον) 1. αυτός που έχει δύο θύρες, εισόδους 2. το ουδ. ως ουσ. α) ελασματοβράγχια μαλάκια με δύο βαλβίδες β) (για φυτά και καρπούς) αυτός που έχει δύο φλοιούς, δίφλουδος μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίθυρο(ν) η δίφυλλη πόρτα μσν …   Dictionary of Greek

  • δίπτυχος — η, ο (AM δίπτυχος, ον) Ι. αυτός που έχει δύο επάλληλες πτυχές, ο διπλωμένος στα δύο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δίπτυχος 1. δεκάποδο καρκινοειδές 2. τελεόστεος ιχθύς τών γλυκών νερών αρχ. φρ. 1. «δίπτυχοι νεανίαι» οι δύο νέοι 2. «δίπτυχος γλῶσσα»… …   Dictionary of Greek

  • πυκτή — ἡ, ΜΑ 1. πινακίδα που διπλώνεται, δίπτυχο 2. κώδικας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πυκτή αντί πτυκτή (με ανομοιωτική αποβολή τού πρώτου τ ) αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. τού θηλ. τού επιθ. πτυκτός* (< πτύσσω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”